παχυλότητα

παχυλότητα
η
1. η ιδιότητα τού παχυλού
2. μτφ. μεγάλη ποσότητα, αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυλός. Η λ. στον λόγιο τ. παχυλότης μαρτυρείται από το 1835 στον Ν. Αργυριάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”